εγκόσμιος

εγκόσμιος
-α, -ο
1. που είναι αυτού του κόσμου, επίγειος, κοσμικός, κοινωνικός.
2. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, φθαρτός.
3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εγκόσμια, τα τα πράγματα αυτού του κόσμου, τα υλικά αγαθά, τα επίγεια (αντίθ. ουράνια, τα η μελλοντική ζωή): Άφησε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκόσμιος — mundane masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκόσμιος — ια, ιο (AM ἐγκόσμιος, ον και α, ον) 1. επίγειος, κοσμικός (σε αντίθεση με τον επουράνιο) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκόσμια τα επίγεια αγαθά μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐγκόσμια τα στολίδια …   Dictionary of Greek

  • ἐγκοσμίως — ἐγκόσμιος mundane adverbial ἐγκόσμιος mundane masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκόσμιον — ἐγκόσμιος mundane masc/fem acc sg ἐγκόσμιος mundane neut nom/voc/acc sg ἐγκοσμέω arrange in imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγκοσμέω arrange in imperf ind act 1st sg (doric) ἐγκοσμέω arrange in imperf ind act 3rd pl (doric) ἐγκοσμέω arrange in… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοσμίοις — ἐγκόσμιος mundane masc/fem/neut dat pl ἐγκοσμέω arrange in pres opt act 2nd sg (doric) ἐγκοσμέω arrange in pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοσμίου — ἐγκόσμιος mundane masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοσμίους — ἐγκόσμιος mundane masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοσμίων — ἐγκόσμιος mundane masc/fem/neut gen pl ἐγκοσμέω arrange in pres part act masc nom sg (doric) ἐγκοσμέω arrange in pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκοσμίῳ — ἐγκόσμιος mundane masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκόσμια — ἐγκόσμιος mundane neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”