- εγκόσμιος
- -α, -ο1. που είναι αυτού του κόσμου, επίγειος, κοσμικός, κοινωνικός.2. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, φθαρτός.3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εγκόσμια, τα τα πράγματα αυτού του κόσμου, τα υλικά αγαθά, τα επίγεια (αντίθ. ουράνια, τα η μελλοντική ζωή): Άφησε τα εγκόσμια και κλείστηκε σε μοναστήρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.